διανοητικῶν

διανοητικῶν
διανοητικός
of
fem gen pl
διανοητικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek

  • αβανγκαρντισμός — Όρος που προέρχεται από τη γαλλική λέξη avant garde και σημαίνει πρωτοπορία, εμπροσθοφυλακή. Με τον όρο αυτόν χαρακτηρίζονται τα καλλιτεχνικά και πνευματικά ρεύματα των αρχών του 20ού αι., που κύριο γνώρισμά τους ήταν η αμφισβήτηση των… …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκτήνωση — κ. χτήνωση, η η απώλεια των ψυχικών ή διανοητικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, η κατάπτωση κάποιου σε κατάσταση κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκτηνώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλκιόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • αποχαύνωση — η η απονάρκωση των διανοητικών λειτουργιών και δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαυνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ι. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • γήρας — Η περίοδος της ζωής που ακολουθεί την ώριμη ηλικία και προηγείται του φυσικού θανάτου. Στις προηγμένες χώρες, θεωρείται ότι το γ. αρχίζει στα 60 χρόνια, ηλικία στην οποία αρχίζει συνήθως η παροχή σύνταξης ή η αποχώρηση από την ενεργό… …   Dictionary of Greek

  • διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εκπαίδευση — Η ανάπτυξη των σωματικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων του παιδιού· η ανατροφή· η μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, η παιδεία· καθένα από τα στάδια της μόρφωσης που παρέχεται στο σχολείο· η εκγύμναση στα όπλα. Οι πρώτοι που… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”